ξέρασμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξερνώ, ο εμετός, αλλ. ξερατό. 2. μτφ., λόγος ανόητος, άχαρος, άνοστος, σαχλός, αηδιαστικός: Δεν μπορώ ν ακούω τα ξεράσματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμεσμα — το (Α ἔμεσμα) το αποτέλεσμα τού εμετού, το ξέρασμα … Dictionary of Greek
εξέρασμα — ἐξέρασμα και ἐξέραμα, το (AM) [εξερώ (I)] το ξέρασμα, ό,τι έχει αποβληθεί με εμετό … Dictionary of Greek
ξερατό — το 1. ξέρασμα, εμετός, έμεσμα 2. μτφ. οτιδήποτε προκαλεί αηδία, λ.χ. φαγητό, λόγος, συμπεριφορά 3. στον πληθ. τα ξερατά ναυτ. μικροί ύφαλοι που γίνονται ορατοί μόνον όταν αποτραβιούνται τα νερά ή όταν η θάλασσα είναι ρηχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερνώ, με … Dictionary of Greek
εμετός — εμετός, ο και μετός, ο και μετό, το 1. η εξαγωγή του περιεχομένου του στομαχιού από το στόμα, ξέρασμα, ξερατό. 2. η τάση για εμετό, ναυτία, αναγούλα. 3. μτφ., αίσθημα αηδίας από κακόγουστες εξυπνάδες: Μου ρχεται εμετός από τις σαχλαμάρες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξερατό — το βλ. ξέρασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)